- αγκάθι
- 1) spine2) thorn
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αγκάθι — το 1.αιχμηροί σχηματισμοί που αναπτύσσονται πάνω στους βλαστούς ή τα φύλλα των φυτών. 2. μτφ., ενόχληση: Αυτή η αρρώστια ήταν το αγκάθι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκαθίζω — [αγκάθι] 1. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι ή αγκαθερό αντικείμενο 2. ενοχλώ, προσβάλλω, πειράζω … Dictionary of Greek
αγκαθώνω — [αγκάθι] 1. αγκαθίζω* 2. περιφράσσω κήπο κ.λπ. με αγκαθωτά φυτά για προστασία από τα ζώα … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
αγκάθα — η [αγκάθι] 1. μεγάλο αγκάθι ή γενικά κάθε αγκάθι 2. σπονδυλική στήλη 3. μτφ. πολύ δύσκολη περίσταση … Dictionary of Greek
ακανθόκεντρος — ἀκανθόκεντρος, ον (Μ) εκείνος που κεντάει, που τρυπάει σαν αγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἀκανθόκεντρον «το αγκάθι τού σκαντζόχοιρου» < ἄκανθα + κέντρον «οξεία αιχμή, αγκάθι»] … Dictionary of Greek
ακάνθουρος — (acanthurus). Γένος ψαριών που ανήκει στην οικογένεια ακανθουρίδες. Το όνομά τους οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν στην ουρά τους ένα κοφτερό, ανθεκτικό και αιχμηρό αγκάθι. Το γνωστότερο είδος των ψαριών αυτών είναι ο α. ο χειρουργικός, που ζει… … Dictionary of Greek
άγκαθας — ο [αγκάθι] μεγάλο αγκάθι … Dictionary of Greek
αγκαθιάζω — 1. (για αγρούς) γεμίζω αγκάθια 2. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι 3. περιφράσσω προστατευτικά με αγκαθερά φυτά, λ.χ. έναν κήπο 4. παρατηρώ, ερευνώ με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι. ΠΑΡ. αγκάθιασμα, αγκαθιασμένος, αγκαθιαστός] … Dictionary of Greek